- ποχείριος
- -α, Ν1. ο πάροικος2. μτφ. αυτός που έχει ταπεινή καταγωγή3. μτφ. φτωχός, ταπεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < υποχείριος «αυτός που βρίσκεται στην εξουσία κάποιου», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.